Κατά κανόνα, ναι. Έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον έλεγχο των καρκινογόνων χημικών ουσιών στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, τα επίπεδα διοξινών στο περιβάλλον έχουν μειωθεί σημαντικά, μεταξύ άλλων στα τρόφιμα, και συνεπώς στους ανθρώπους. Η χρήση όλων των ειδών αμιάντου έχει απαγορευτεί στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οδηγία 1999/77/ΕΚ απαγορεύει όλες τις χρήσεις αμιάντου από την 1η Ιανουαρίου 2005, και η οδηγία 2003/18/ΕΚ απαγορεύει την εξόρυξη αμιάντου καθώς και την παρασκευή και μεταποίηση προϊόντων αμιάντου).

Ωστόσο, δεν ελέγχονται με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο όλα τα είδη έκθεσης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρότι τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις είναι πλέον πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με τη δεκαετία του '60 ή του '70, εξετάζεται διαρκώς το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων ορίων προστασίας. Αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες, όπως τα παραγόμενα νανοσωματίδια· ωστόσο, ακόμα και όταν η χρήση νέων τεχνολογιών ρυθμίζεται βάσει των διαθέσιμων γνώσεων, πρέπει να εξετάζεται το προφίλ τους όσον αφορά τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Επίσης, οι νέες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να επηρεάσουν κάποια είδη έκθεσης που προηγουμένως ελέγχονταν καλύτερα. Τέλος, νέα επιστημονικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ορισμένα είδη έκθεσης που στο παρελθόν θεωρούνταν ασφαλή ενδέχεται να προκαλούν καρκίνο. Ήδη εφαρμόζονται πολλά μέτρα και κανονισμοί σε θέματα ελέγχου, όμως πρέπει να αναθεωρούμε και να προσαρμόζουμε τακτικά τα αποδεικτικά στοιχεία και τις συστάσεις. Επιπλέον, πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς η συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Για παράδειγμα, η έκθεση στον αμίαντο στο πλαίσιο δραστηριοτήτων αφαίρεσής του, κατεδάφισης, επισκευής και συντήρησης εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα σε ορισμένες χώρες.