Συχνά χρησιμοποιούνται οι όροι «υπέρβαρος» ή «παχύσαρκος» για να περιγράψουμε τη συσσώρευση υπερβολικού λίπους στο σώμα. Το λίπος είναι φυσιολογικό μέρος του σώματος, το οποίο παρέχει μόνωση και προστασία σε ορισμένα εσωτερικά όργανα και παράγει κάποιες πολύ σημαντικές ορμόνες. Στα φυσιολογικά υγιή άτομα το λίπος αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο ή ένα έκτο του σωματικού τους βάρους (οι γυναίκες συνήθως έχουν περισσότερο αναλογικά με τους άντρες), αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση από αυτό προς τα πάνω τόσο περισσότερα προβλήματα υγείας μπορούν να προκληθούν.

Όταν ο ΔΜΣ κυμαίνεται μεταξύ 25 και 30 kg/m2, το άτομο θεωρείται «υπέρβαρο», ενώ όταν υπερβαίνει τα 30 kg/m2 θεωρείται «παχύσαρκο». Η πιθανότητα να εμφανιστούν προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το βάρος αυξάνεται όταν βρισκόμαστε κάτω ή πάνω από το υγιές εύρος, αλλά δεν υπάρχει κάποιο καθοριστικό σημείο μετάβασης από τη «μικρή» στη «μεγάλη» επικινδυνότητα: ο κίνδυνος αυξάνεται σταδιακά καθώς αυξάνεται το βάρος. Οι άνθρωποι με περιττό λίπος τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα (χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) και υψηλότερη αρτηριακή πίεση, οπότε αυξάνεται η πιθανότητα καρδιακών νοσημάτων. Το περιττό λίπος οδηγεί σε μειωμένη ανταπόκριση του οργανισμού μας στην ορμόνη ινσουλίνη, ευνοώντας την εμφάνιση διαβήτη, ενώ παράλληλα αυξάνει την έκκριση ορισμένων ορμονών που ευνοούν τον διαχωρισμό και την ανάπτυξη κυττάρων, ενισχύοντας την πιθανότητα εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο του ΔΜΣ δεν γίνεται διαχωρισμός του βάρους σε λίπος και σε μυϊκή μάζα, υπάρχουν ορισμένες ειδικές περιπτώσεις όπου ο ΔΜΣ μπορεί να μην αποτελεί επακριβή ένδειξη του συνολικού λίπους του σώματος, ιδιαίτερα σε άτομα με μεγάλη μυϊκή μάζα, όπως οι αθλητές, ή άτομα με μειωμένη φυσιολογική μυϊκή μάζα, όπως οι ηλικιωμένοι.

Όποιος και αν είναι όμως ο ΔΜΣ μας, όσο μεγαλύτερη είναι η περιφέρεια της μέσης τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να αναπτυχθούν προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την παχυσαρκία.