Οι γιατροί που παραπέμπουν τους ασθενείς – και ιδίως τα παιδιά, που είναι πιο ευαίσθητα στις επιπτώσεις της ιοντίζουσας ακτινοβολίας – για διαγνωστικές εξετάσεις που εκπέμπουν ακτινοβολία (όπως ακτινογραφία, αξονική τομογραφία, σπινθηρογράφημα με ραδιενεργά ισότοπα), καθώς και οι υπεύθυνοι διενέργειας αυτών των εξετάσεων, γνωρίζουν ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά τη χρήση ακτινοβολίας. Κατά κανόνα, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου που συνδέεται με τις εν λόγω εξετάσεις είναι πολύ μικρός, και όταν η εξέταση αιτιολογείται, τα οφέλη υπερκαλύπτουν τις τυχόν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία. Ωστόσο, οι διαδικασίες ιοντίζουσας ακτινοβολίας θα πρέπει να περιορίζονται στη διάγνωση όταν υπάρχει υποψία για ασθένεια, και όχι να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο «ελέγχου ρουτίνας».
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι εν λόγω διαδικασίες αναλαμβάνονται προς όφελος του ασθενούς, και η άρνηση διενέργειας της εξέτασης μπορεί να έχει ιδιαιτέρως σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία εάν, για τον λόγο αυτό, δεν διαγνωστεί κάποια ασθένεια ή κάποιος τραυματισμός ή η διάγνωση καθυστερήσει ή αποβεί λανθασμένη. Ωστόσο, εάν οι εξετάσεις αυτού του είδους διενεργούνται επανειλημμένα, οι ασθενείς πρέπει να ζητούν από τον γιατρό τους να ελέγξει κατά πόσον αιτιολογείται ιατρικά η κάθε εξέταση, ώστε να αποφεύγεται η περιττή έκθεση σε ακτίνες Χ ή οι περιττές αξονικές τομογραφίες. Ορισμένες φορές, υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές, όπως η υπερηχογραφία ή οι εξετάσεις χαμηλότερης ακτινοβολίας, όμως πρέπει να επιδεικνύεται εμπιστοσύνη στην κρίση των γιατρών σχετικά με το είδος της εξέτασης που απαιτείται για την κατάλληλη διάγνωση.