Πρέπει να αποφεύγεται ή να περιορίζεται, ει δυνατόν, η χρήση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
Οι γυναίκες με σοβαρά συμπτώματα εμμηνόπαυσης καλούνται να συζητήσουν με τον γιατρό τους εάν είναι σκόπιμο να υποβληθούν σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού, του ενδομητρίου και των ωοθηκών, και μπορεί να έχει διάφορες άλλες αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία. Η εξέλιξη του κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου εξαρτάται από το είδος της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης (αποκλειστικά με οιστρογόνα ή με συνδυασμό οιστρογόνων-προγεσταγόνων), και από το αν η γυναίκα έχει υποστεί αφαίρεση μήτρας (υστερεκτομή). Από μελέτες έχει προκύψει ότι ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του μαστού που συνδέεται με θεραπεία για την εμμηνόπαυση η οποία πραγματοποιείται με τη χρήση οιστρογόνων-προγεσταγόνων εκδηλώνεται μετά την πάροδο μερικών ετών θεραπείας και παραμένει αυξημένος για τουλάχιστον πέντε έτη μετά τη διακοπή της θεραπείας με οιστρογόνα-προγεσταγόνα, παρόλο που ο κίνδυνος αρχίζει να μειώνεται αμέσως μετά τη διακοπή της θεραπείας. Επομένως, εάν όντως ξεκινήσει η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, πρέπει να διαρκέσει όσο το δυνατόν λιγότερο και να χορηγείται η μικρότερη δυνατή δοσολογία για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης. Η ακριβής θεραπεία πρέπει να συζητηθεί με τον γιατρό πριν από την έναρξη της θεραπείας.