Αρνητικές επιπτώσεις ή κίνδυνοι, όπως πόνος, αιμορραγία και λοίμωξη, μπορεί να προκύψουν από τη διενέργεια των πρόσθετων εξετάσεων που απαιτούνται για την εξακρίβωση των μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων της προληπτικής εξέτασης, καθώς και από τη θεραπεία των αλλοιώσεων που ανιχνεύονται μέσω του ελέγχου. Περίπου 1 στις 5 ή 6 γυναίκες που κάνει πρόσθετες εξετάσεις χωρίς να υποβληθεί σε θεραπεία αναφέρει πόνο ή αιμορραγία ή κολπικές εκκρίσεις εντός 6 εβδομάδων. Η θεραπεία μπορεί επίσης να προκαλέσει άγχος και, σε σπάνιες περιπτώσεις, πρόωρο τοκετό με χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης του νεογνού. Δεν εξελίσσονται σε καρκίνο όλες οι προκαρκινικές αλλοιώσεις που εντοπίζονται στον προσυμπτωματικό έλεγχο εάν δεν θεραπευτούν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ποιες αλλοιώσεις θα θεραπευθούν αυτόματα και ποιες θα εξελιχθούν σε καρκίνο. Συνεπώς, είναι προτιμότερο να παρέχεται αγωγή για όλες οι αλλοιώσεις τέτοιου είδους.

Μπορείτε να ελαχιστοποιήσετε τον κίνδυνο της υπερδιάγνωσης και της υπερθεραπείας των προκαρκινικών αλλοιώσεων μόνο με την υποβολή σε εξετάσεις στο πλαίσιο ενός οργανωμένου προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου. Συνιστάται να μην υποβληθείτε σε προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας πριν από την ηλικία των 25 ετών. Ωστόσο, εάν παρατηρήσετε ανησυχητικά συμπτώματα, όπως ασυνήθιστη αιμορραγία σε οποιαδήποτε ηλικία, θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.

Δεν συνιστάται η χρήση του τεστ για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) εκτός του πλαισίου ενός οργανωμένου προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, διότι η λοίμωξη συχνά υποχωρεί χωρίς θεραπεία, ιδίως στις γυναίκες κάτω των 30–35 ετών. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν συνιστάται η χρήση αυτής της εξέτασης σε νεότερες γυναίκες.