Στην πραγματικότητα, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας δεν είναι εξέταση ανίχνευσης καρκίνου. Είναι μέθοδος πρόληψης του καρκίνου μέσω της ανίχνευσης και της θεραπείας πρώιμων ανωμαλιών οι οποίες, εάν δεν θεραπευτούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Ο κίνδυνος διηθητικού (ή αλλιώς επιθετικού) καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι μειωμένος έως και κατά 90% για τις γυναίκες που υποβάλλονται τακτικά σε έλεγχο στο πλαίσιο οργανωμένων προγραμμάτων, στα οποία χρησιμοποιείται οποιαδήποτε από τις δύο συνιστώμενες προληπτικές εξετάσεις. Με άλλα λόγια, 9 στους 10 διηθητικούς καρκίνους μπορούν να προληφθούν με τον συμπτωματικό έλεγχο. Με τον έλεγχο, ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μειώνεται σημαντικά. Ωστόσο, όπως και άλλες μέθοδοι ελέγχου, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μπορεί να μην εντοπίσει ορισμένες ανωμαλίες οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε καρκίνο.
Υπάρχουν δύο συνιστώμενες προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Η παλαιότερη και πλέον διαδεδομένη εξέταση, η κυτταρολογική εξέταση ή τεστ Παπ (Παπανικολάου), περιλαμβάνει τη λήψη δείγματος κυττάρων από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας και την αποστολή του σε εργαστήριο για μικροσκοπική εξέταση. Μια νεότερη εξέταση, η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ορισμένων προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου, ελέγχει για λοιμώξεις από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), διότι τα περισσότερα περιστατικά καρκίνου του τραχήλου της μήτρας οφείλονται σε χρόνια λοίμωξη από τον HPV. Η συνδυαστική χρήση των δύο εξετάσεων δεν συνιστάται, εκτός εάν το αποτέλεσμα της μίας εξέτασης (τεστ Παπ ή τεστ HPV) είναι θετικό. Σε αυτή την περίπτωση, η άλλη εξέταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επαλήθευση του αποτελέσματος πριν από τη διενέργεια γυναικολογικής εξέτασης.