Όλοι μας εκτιθέμεθα στην ιοντίζουσα ακτινοβολία που προέρχεται από φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές. Το ατομικό επίπεδο έκθεσης στην ακτινοβολία ή η ατομική δόση ακτινοβολίας, που μετράται σε μιλισίβερτ (mSv) ανά έτος, εξαρτάται από τον τόπο κατοικίας, την επαγγελματική δραστηριότητα, τα τρόφιμα και τα υγρά που καταναλώνονται, και τις ιατρικές εξετάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί. Εκτιμάται ότι η δόση ακτινοβολίας με την οποία επιβαρύνεται ο μέσος Ευρωπαίος ανέρχεται στα 4 mSv/έτος. Η έκθεση μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από τον μέσο όρο, ανάλογα με τον τρόπο ζωής και τις καθημερινές συνήθειες που περιγράφονται ανωτέρω.

Για πολλούς από εμάς, η μεγαλύτερη μεμονωμένη δόση ακτινοβολίας προέρχεται από το ραδόνιο που υπάρχει στα σπίτια μας, η οποία αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1-2 mSv/έτος, αλλά αυτό ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κατοικιών και των περιοχών. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες φυσικές πηγές, όπως η κοσμική ακτινοβολία και τα χαμηλά επίπεδα φυσικής ραδιενέργειας στα τρόφιμα, δεν ελέγχονται εύκολα από τον άνθρωπο, αλλά αυτές συνήθως δεν ανέρχονται σε σημαντικά επίπεδα (κάτω των 0,5 mSv/έτος).

Στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη ανθρωπογενής πηγή ακτινοβολίας είναι οι ιατρικές εξετάσεις, ιδίως όσες αφορούν τη διάγνωση προβλημάτων υγείας (ο ετήσιος μέσος όρος ακτινοβολίας υπολογίζεται σε περίπου 1-2 mSv/πολίτη, ανάλογα με τον αριθμό των ιατρικών εξετάσεων). Η χρήση ακτινοβολίας για ιατρικούς σκοπούς συμβάλλει στην καλύτερη διάγνωση (π.χ. εντοπισμός της ασθένειας ή του τραυματισμού μέσω ακτινογραφίας με σκοπό την κατάλληλη θεραπεία) ή στη θεραπεία (θεραπεία του καρκίνου με ακτινοβολία). Συνεπώς, η ακτινοβολία χρησιμοποιείται προς όφελος του ασθενούς, και η δόση που εκπέμπεται είναι γενικά αποδεκτή, δεδομένων των σημαντικών οφελών.

Άλλες ανθρωπογενείς πηγές ακτινοβολίας, όπως οι ελάχιστες, αναπόδραστες εκλύσεις ραδιενεργών υλικών από τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας στη διάρκεια της συνήθους λειτουργίας τους, εκπέμπουν συγκριτικά πολύ μικρές δόσεις (πολύ κάτω από 0,01 mSv/έτος, ακόμη και για τους κατοίκους των γύρω περιοχών). Ορισμένοι εργαζόμενοι, περιλαμβανομένων των πληρωμάτων αεροσκαφών, των εργαζομένων σε πυρηνικούς σταθμούς, και ορισμένων μεταλλωρύχων, ενδέχεται να εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα ακτινοβολίας, περίπου 1-10 mSv/έτος, εάν χειρίζονται ραδιενεργά υλικά ή εργάζονται σε σημεία στα οποία η συγκέντρωση ραδιενέργειας είναι υψηλότερη.

Δύο πολύ σοβαρά πυρηνικά ατυχήματα – στο Τσερνόμπιλ της Ουκρανίας το 1986 και στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011 – οδήγησαν στην εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων ραδιενεργών υλικών και προκάλεσαν την έκθεση σημαντικού μέρους του πληθυσμού στην ακτινοβολία. Ωστόσο, για τους πληθυσμούς που διέμεναν εκτός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η έκθεση στην ακτινοβολία από το Τσερνόμπιλ υπερβαίνει κατά μικρό μόνο ποσοστό τη συσσωρευμένη δόση ακτινοβολίας ενός ατόμου στη διάρκεια ζωής του. Η ακτινοβολία από τη Φουκουσίμα ήταν αμελητέα στην Ευρώπη.