Ναι. Όσο αυξάνεται η ποσότητα λίπους στον οργανισμό τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αναπτυχθούν ορισμένες μορφές καρκίνου, και συγκεκριμένα του εντέρου (στο κόλον και το ορθό), των νεφρών, του οισοφάγου, του παγκρέατος, της χοληδόχου κύστης και, στις γυναίκες, του στήθους (για εκείνες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση), του ενδομητρίου και των ωοθηκών.

Το περιττό λίπος έχει περισσότερες πιθανότητες να αυξήσει το ενδεχόμενο εμφάνισης καρκίνου προκαλώντας φλεγμονές και αυξάνοντας τα επίπεδα διαφόρων αυξητικών παραγόντων και ορμονών, που ευνοούν με τη σειρά τους την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.

Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος για τα παχύσαρκα άτομα (π.χ. ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου παρατηρείται κατά 15% αυξημένος στα υπέρβαρα και κατά 32% στα παχύσαρκα άτομα, με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο του 30 kg/m2), το επίπεδο κινδύνου αυξάνεται σταδιακά ανάλογα με την ποσότητα λίπους του σώματος. Κατά συνέπεια, προτείνεται να στοχεύουμε σε όσο το δυνατό χαμηλότερες τιμές εύρους (δηλαδή τιμές μέσα στα όρια του υγιούς σωματικού βάρους). Αυτό προφανώς διαφέρει από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τη διάπλασή του – έτσι ένα άτομο με μικρή σωματική διάπλαση μπορεί να στοχεύει στις χαμηλότερες τιμές εύρους, ενώ ένα πιο σωματώδες άτομο στις μεσαίες ή υψηλότερες τιμές εύρους.

Ορισμένα ιδιαίτερα μυώδη άτομα, παρότι δεν έχουν περιττό λίπος, μπορεί να διαπιστώσουν ότι ο ΔΜΣ τους βρίσκεται στην «υπέρβαρη» ή ακόμα και στην «παχύσαρκη» κατηγορία. Ωστόσο, η πλειονότητα των ατόμων που βρίσκονται σε αυτές τις κατηγορίες έχουν όντως περιττό λίπος.