Οι καπνιστές ενδέχεται να ανησυχούν για το ενδεχόμενο πρόσληψης βάρους κατά τη διακοπή του καπνίσματος. Ωστόσο, τα οφέλη της διακοπής του καπνίσματος για την υγεία αντισταθμίζουν κατά πολύ τους κινδύνους από την πρόσληψη βάρους, η οποία μπορεί εξάλλου να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου (βλέπε στο σχήμα 5 τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της διακοπής του καπνίσματος για την υγεία). Ο κίνδυνος θανάτου από διάφορα αίτια, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, είναι υψηλότερος για τους καπνιστές κανονικού βάρους απ’ ό,τι για τους υπέρβαρους μη καπνιστές. Είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποιος θα πάρει βάρος κατά τη διακοπή του καπνίσματος και ποιος όχι. Όσοι κόβουν το κάπνισμα μπορούν να ζητήσουν συμβουλές από επαγγελματίες του τομέα υγείας σχετικά με τη σωστή διατροφή και τα ενδεδειγμένα προγράμματα άσκησης και να παρακολουθούν το βάρος τους κατά τη διάρκεια της αποχής.

Σχήμα 5: Βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία που παρατηρήθηκαν μετά τη διακοπή του καπνίσματος.

Πηγή: Ανατύπωση με την άδεια της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Ένωσης. Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος. Από www.cancer.org

Πολλοί καπνιστές που διακόπτουν το κάπνισμα θα βιώσουν δυσάρεστες σωματικές και πνευματικές αντιδράσεις, γνωστές ως συμπτώματα (ή σύνδρομο) στέρησης, οι οποίες όμως έχουν σύντομη διάρκεια και περνούν. Στα συμπτώματα στέρησης μπορεί να συγκαταλέγονται έντονη επιθυμία για κάπνισμα, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα/επιθετικότητα, νευρικότητα, αυξημένη όρεξη, αδυναμία συγκέντρωσης, ζαλάδα και διαταραχές του ύπνου. Η διάρκειά τους διαφέρει· συνήθως διαρκούν λιγότερο από 1-3 μήνες. Δεν εμφανίζουν όλοι σύνδρομο στέρησης. Τα συμπτώματα στέρησης προκύπτουν επειδή οι καπνιστές συνηθίζουν σε τακτικές δόσεις νικοτίνης μέσω του καπνίσματος και, όταν το διακόπτουν, τα σώματά τους πρέπει να προσαρμοστούν στην έλλειψη νικοτίνης.

Το κάπνισμα ενός τσιγάρου φέρνει φαινομενικά ένα αίσθημα χαλάρωσης· αυτό όμως που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η εισπνεόμενη νικοτίνη αμβλύνει τα συμπτώματα της στέρησης. Όταν οι καπνιστές δεν έχουν καπνίσει για ορισμένο χρονικό διάστημα, αρχίζουν να νιώθουν συμπτώματα στέρησης, όπως ευερεθιστότητα, οργή, ανησυχία ή νευρικότητα. Το κάπνισμα αμβλύνει αυτά τα συμπτώματα και οι καπνιστές μπορεί να θεωρήσουν εσφαλμένα το αίσθημα της ανακούφισης από τη στέρηση ως δείγμα χαλάρωσης ή ηρεμίας.

Τα φάρμακα διακοπής του καπνίσματος, όπως η θεραπεία αντικατάστασης νικοτίνης, η βαρενικλίνη ή η βουπροπιόνη, μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του συνδρόμου στέρησης, μολονότι δεν μπορούν να το αποτρέψουν εντελώς. Η συμπεριφορική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων εξοικειώνοντας τον καπνιστή με πρακτικές στρατηγικές.